Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γουστάρω
ρήμα αμετάβατο

((gergale)) piace`re κάνει ό,τι του γουστάρει==fa come gli pare e piace; fa come cavolo gli pare; fa solo i cavoli suoi

γουστάρω  
ρήμα μεταβατικό

1 ((gergale)) ave`r vo`glia di απόψε γουστάρω μπιρίτσα==stasera mi farei una bella birra
2 persona anda`re a ge`nio δεν τον γουστάρω το φίλο σου==il tuo amico non mi va a fagiolo, mi sta sulle palle

γουστέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [γουστάρω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γουρσούζικος Γουσταύος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάνω ο, τι μου γουστάρει = faccio come mi pare e piace


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---