Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγούστο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 buo`n gusto ~m~ άνθρωπος με γούστο==persona di buon gusto 2 gusto ~m~; gradime`nto ~m~ αυτό το παντελόνι δεν είναι του γούστου μου==questi pantaloni non sono di mio gusto | το χρώμα αυτό παραείναι έντονο για τα γούστα μου==questo colore è troppo intenso per i miei gusti | ζήτημα γούστου==questione di gusto+++έχει γούστο==è divertente, è uno spasso | έχει γούστο να…==non vorrai…; sarà mica che …; ci mancherebbe solo che… permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαέχει πολύ γούστο = è molto divertente || έχει γούστο να... = non vorrai mica... Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |