Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γουργουρίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 liquidi gorgoglia`re το νερό κυλά γουργουρίζοντας==l'acqua scorre gorgogliando
2 gatto fare le fusa
3 persona borbotta`re γουργουρίζει η κοιλιά μου από την πείνα==ho lo stomaco che borbotta per la fame

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γουργουρητό γουργούρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---