Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
γούπατο
ουσιαστικό ουδέτερο
1
incavatu`ra ~f~
2
sprofondame`nto ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< γουότερ πόλο
γουργουρητό >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γουναράς
{γουναράδε...
γουναρικό
[ουσ ουδ.]
γούνες
[θηλ. ουσ πληθ.]
γούνινος
[επίθ.]
γουότερ πόλο
[ουσ ουδ.]
γούπατο
[ουσ ουδ.]
γουργουρητό
[ουσ ουδ.]
γουργουρίζω
{γουργούρι...
γουργούρισμα
[ουσ ουδ.]
γούρι
{χωρ. γεν....
γούρικος
[επίθ.]
γουρλής
{γουρλ-ήδε...
γουρλίδικος
[επίθ.]
γουρλού
[θηλ.ουσ]
γουρλωμένος
[επίθ.]
γουρλώνω
{γούρλω-σα...
γουρμάζω
(-)
γούρμασμα
[ουσ ουδ.]
γουρμασμένος
[επίθ.]
γούρνα
{γουρνών}
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis