Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γουρλής  
επίθετο

persona fortuna`to; che porta fortu`na έτσι γουρλής να είσαι πάντα!==che il tuo potere di portar fortuna non ti lasci mai!

γουρλού
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γουρλής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γούρικος γουρλίδικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---