Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γούνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 di animale pelo ~m~; pelli`ccia ~f~
2 lavorata pelli`ccia ~f~ γούνα (από) βιζόν==una pelliccia di visone

γούνες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 pellicceri`a ~f~
2 pelliccia`me ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γουμένισσα γουναράδικο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---