Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγουλιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 sorso ~m~; sorsa`ta ~f~ μια γουλιά κρασί==un sorso di vino | πίνω γουλιά γουλιά==bere a sorso a sorso, sorseggiare | πίνω γουλιά γουλιά απολαμβάνοντας==centellinare 2 go`ccio ~m~ βάλε μου μια γουλιά κονιάκ==dammi un goccio di cognac permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |