Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγνέφω
ρήμα μεταβατικό fare cenno; accenna`re μού έγνεψε να πλησιάσω==mi ha fatto cenno di avvicinarmi | έγνεψε αρνητικά==accennò di no con la testa | έγνεψε καταφατικά==accennò di sì con la testa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |