Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευστοχώ
ρήμα αμετάβατο 1 colpi`re il bersa`glio, me`ttere a segno un colpo 2 ((figurato)) azzecca`re, indovina`re, colpi`re / co`gliere nel segno, anda`re a segno o γιατρός δεν ευστόχησε στη διάγνωση == il medico non ha azzeccato la diagnosi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |