Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εύστοχος  
επίθετο

1 preci`so, che co`glie nel segno, azzecca`to, riusci`to ενστοχη βολή == tiro azzeccato / riuscito
2 azzecca`to, indovina`to εύστοχη παρατήρηση == osservazione azzeccata

ευστοχότατος
επίθετο

superlativo di [εύστοχος]

ευστοχότερος
επίθετο

comparativo di [εύστοχος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευστοχία ευστοχώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---