Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευσταθώ
ρήμα αμετάβατο 1 di cose e`ssere sta`bile / so`lido / robu`sto 2 ((figurato)) stare in pie`di, re`ggere, e`ssere va`lido / lo`gico / vero τα επιχειρήματά του δεν ευσταθούν == le sue argomentazioni non stanno in piedi / non reggono | αυτό που λες δεν ευσταθεί == quello che dici non è logico! vero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |