Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευστροφία  
ουσιαστικό θηλυκό

agilità ~f~ menta`le, pronte`zza ~f~ di spi`rito / d'inge`gno, accorte`zza ~f~, avvedute`zza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εύστροφα εύστροφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---