Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευσυνειδησία
ουσιαστικό θηλυκό coscienziosità ~f~, scrupolosità ~f~ αξιοθαύμαστη η ευσυνειδησία του υπαλλήλου αυτoύ == la scrupolosità di quell'impiegato è ammirevole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |