Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευσυνειδησία  
ουσιαστικό θηλυκό

coscienziosità ~f~, scrupolosità ~f~ αξιοθαύμαστη η ευσυνειδησία του υπαλλήλου αυτoύ == la scrupolosità di quell'impiegato è ammirevole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευσυγκίνητος ευσυνείδητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---