Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευτελέστατος
επίθετο

superlativo di [ευτελής]

ευτελέστερος
επίθετο

comparativo di [ευτελής]

ευτελής  
επίθετο

1 di poco valo`re, esi`guo, scade`nte εντελές ποσό == somma esigua | ευτελές υλικό == materiale scadente
2 ((figurato)) meschi`no, abie`tto, basso ευτελή κίνητρα == motivi meschini / bassi | ευτελείς σκοποί == scopi abietti / bassi
3 ((figurato)) di persona meschi`no, vile, sprege`vole ευτελής χαρακτήρας == carattere meschino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευτέλεια ευτελίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---