Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευσταλέστατος
επίθετο

superlativo di [ευσταλής]

ευσταλέστερος
επίθετο

comparativo di [ευσταλής]

ευσταλής  
επίθετο

((letterario)) aita`nte, presta`nte, gaglia`rdo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευσταθώ ευστοχία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---