Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευσπλαγχνία, ευσπλαγχνιά
ουσιαστικό θηλυκό miserico`rdia ~f~, compassio`ne ~f~, pietà ~f~ η ευσπλαχνία του Θεού == la misericordia di Dio | δείχνω ευσπλαχνία σε κάποιον == mostrare compassione per qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |