Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ευσεβέστατος
επίθετο

superlativo di [ευσεβής]

ευσεβέστερος
επίθετο

comparativo di [ευσεβής]

ευσεβής  
επίθετο

devo`to, pio ευσεβής χριστιανός == cristiano devoto | ευσεβής πόθος == pio desiderio, desiderio illusorio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ευσέβεια ευσεβώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---