Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξέγερση  
ουσιαστικό θηλυκό

insurrezio`ne ~f~, sollevazio`ne ~f~, rivo`lta ~f~, sommo`ssa ~f~, ribellio`ne ~f~, risco`ssa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξεγερμένος εξεγκουσεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---