Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξεγείρομαι
ρήμα παθητικό 1 agita`rsi 2 inso`rgere 3 ribella`rsi 4 rivolta`rsi 5 scalmana`rsi 6 scatena`rsi 7 solleva`rsi εξεγείρω ρήμα μεταβατικό 1 incita`re / aizza`re alla rivo`lta εξεγείρω τούς υποδούλους == incitare il popolo alla rivolta 2 ((figurato)) desta`re, suscita`re, provoca`re οι περικoπές των συντάξεων εξήγειραν τη λαϊκή αγανάκτηση == i tagli delle pensioni hanno suscitato l' indignazione popolare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |