Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκδικιέμαι
ρήμα παθητικό


εκδικούμαι
ρήμα παθητικό

vendica`rsi, vendica`re αργά η γρήγορα θα εκδικηθώ == prima o poi mi vendicherò | εκδικήθηκε τo θάνατo του πατέρα του == ha vendicato la morte del padre

εξεδικώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [εκδικώ]

εξεκδικώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [εκδικώ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκδικήτρια εκδιώκω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---