Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξειδικεύομαι
ρήμα παθητικό

specializza`rsi εξειδικεύτηκε στο αστικό δίκαιο == si specializzò in diritto civile

εξειδικεύω  
ρήμα μεταβατικό

specializzare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξειδικευμένος εξειδίκευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---