Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξελιγμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξελίσσω]
2 evolu`to, progredi`to εξελιγμένες μέθοδοι διδασκαλίας == metodi progrediti di insegnamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξελέγχω εξελικτικιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---