Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξελίσσομαι
ρήμα παθητικό 1 evo`lversi, sviluppa`rsi, svo`lgersi oι ζωντανοί οργανισμοί εξελίχθηκαν μες στούς αιώνες == gli organismi viventi si sono evoluti nei secoli | πες μου πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα == raccontami come si sono svolti i fatti | όλα εξελίχτηκαν ομαλά == tutto si è svolto regolarmente | άσε τα πράγματα να εξελιχθoύν φυσιολογικά == lascia che le cose seguano il loro corso! 2 trasforma`rsi, diventa`re εξελίχθηκε σε αστέρα πρώτου μεγέθους == è diventata una stella di prim'ordine 3 evolversi oltre certi limiti σαν πολύ εξελίχθηκε η κόρη σου! == ((ironico)) tua figlia si è evoluta anche troppo! εξελίσσω ρήμα μεταβατικό sviluppa`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |