Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπλήσσομαι
ρήμα παθητικό

sorprendersi, stupirsi

εκπλήσσω  
ρήμα μεταβατικό

sorpre`ndere, stupi`re, sbalordi`re με εξέπληξε η στάση του == il suo atteggiamento mi sorprese τίποτα | δε με εκπλήσσει πια == ormai nulla mi sorprende

εκπλήττομαι
ρήμα παθητικό

variante di [εκπλήσσομαι]

εκπλήττω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εκπλήσσω]

εξεπλήττω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εκπλήττω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπλήρωση έκπλυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---