Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκπληρώνομαι
ρήμα παθητικό

avvera`rsi

εκπληρώνω  
ρήμα μεταβατικό

co`mpiere, ade`mpiere, porta`re a compime`nto εκπληρώνω ένα έργο == portare a compimento un'opera | εκπληρώνω ένα σκοπό == portare a compimento un proposito | εκπληρώνω τo καθήκον μου == adempiere il proprio dovere | εκπλήρωσε τις επιθυμίες του == ha soddisfatto i suoi desideri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκπληρωμένος εκπλήρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---