Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέκπληξη
ουσιαστικό θηλυκό sorpre`sa ~f~, stupo`re ~m~, meravi`glia ~f~ σου επιφυλάσσω μια έκπληξη == ho una sorpresa in serbo per te | προς μεγάλη μου έκπληξη == con mia grande meraviglia | αυτό κι αν είναι έκπληξη! == questa sì che è una sorpresa! έκπληξη! επιφώνημα ta`ffete! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |