Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκπνέομαι
ρήμα παθητικό εκπνέω ρήμα αμετάβατο 1 spira`re, esala`re l'ultimo respiro, mori`re 2 ((figurato)) scade`re εξέπνευσε η προθεσμία == è scaduto il termine εκπνέω ρήμα μεταβατικό espira`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |