Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαχρείωση  
ουσιαστικό θηλυκό

corruzio`ne ~f~, depravazio`ne ~f~, degradazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαχρειώνω εξάχρονος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---