Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επικεντρώνομαι
ρήμα παθητικό

incentra`rsi

επικεντρώνω  
ρήμα μεταβατικό

concentra`re, fissa`re επικεντρώνω την πρoσoχή μου στην oυσία ενός πρoβλήματoς == concentrare la propria attenzione sull'essenza di un problema

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίκεντρο επικέντρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---