Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπικηρύσσομαι
ρήμα παθητικό επικηρύσσω ρήμα μεταβατικό diritto me`ttere una taglia τον επικήρυξαν για είκοσι εκατομμύρια == hanno messo su di lui una taglia di venti milioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |