Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επικηρυγμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [επικηρύσσω]
2 diritto che ha una taglia sul suo capo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επικήδειος επικήρυξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---