Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επικεφαλής, επι κεφαλής  
ουσιαστικό αρσενικό

chi è a capo, capo ~m~ o επικεφαλής των απεργών == il capo degli scioperanti | επικεφαλής μιας oμάδας == capogruppo

επικεφαλής, επι κεφαλής
επίρρημα

a capo, alla testa τίθεμαι επικεφαλής μιας πορείας == mettersi alla testa di un corteo | τίθεμαι επικεφαλής ενός κινήματος == mettersi alla testa di un movimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επικερδώς επικεφαλίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---