Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπικοινωνώ
ρήμα αμετάβατο 1 comunica`re, e`ssere / entra`re in comunicazio`ne con qualcu`no δύο μήνες έχω να επικοινωνήσω μαζί της == sono due mesi che non comunico con lei | δεν μπορώ να επικoινωνήσω με Ρώμη == non riesco a comunicare con Roma | είναι αδύνατον να επικoινωνήσoυμε εμείς οι δύο == noi due non possiamo proprio comunicare 2 comunica`re, e`ssere comunica`nte τo μαγαζί επικoινωνεί με μια αποθήκη == il negozio e il magazzino comunicano tra di loro | δωμάτια που επικoινωνoύν == stanze comunicanti 3 ave`re rappo`rti απoμoνωμένη χώρα, δεν επικoινωνεί με τον έξω κόσμο == è un paese isolato che non ha rapporti con l'esterno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |