Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπικουρία
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((letterario)) socco`rso ~m~, aiu`to ~m~ έρχομαι σε επικoυρία κάπoιoν == correre in soccorso di qualcuno 2 militare rinfo`rzo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |