Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επικουρία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((letterario)) socco`rso ~m~, aiu`to ~m~ έρχομαι σε επικoυρία κάπoιoν == correre in soccorso di qualcuno
2 militare rinfo`rzo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επικούρειος επικουρικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---