Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επικρατώ  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 e`sserci, esi`stere, regna`re επικρατεί εχθρικό κλίμα == c'è un clima ostile | στο σπίτι του επικρατεί φοβερή ακαταστασία == a casa sua regna un disordine pazzesco
2 prevale`re, ave`re la me`glio τελικά επικράτησε η λογική == alla fine prevalse il buon senso | επικρατώ του αντιπάλου μού == avere la meglio su un avversario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επικράτηση επικρατών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---