Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπαρκέστατος
επίθετο superlativo di [επαρκής] επαρκέστερος επίθετο comparativo di [επαρκής] επαρκής επίθετο 1 sufficie`nte, basta`nte, baste`vole 2 di persona ido`neo, a`bile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |