Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επαρχιώτης  
ουσιαστικό αρσενικό

provinciale ~mf~ ((anche in senso figurato))

επαρχιώτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [επαρχιώτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επαρχιακός επαρχιώτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---