Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επαφές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

adere`nze ~fp~

επαφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 conta`tto ~m~ τα δύο καλώδια κάνουν επαφή == i due fili fanno contatto
2 rappo`rto ~m~ sessua`le
3 ((figurato)) conta`tto ~m~, inco`ntro ~m~ πρέπει να έρθω σ'επαφή μαζί τoυς == devo mettermi in contatto con loro | φέρνω σε επαφή δύo ανθρώπoυς == mettere in contatto due persone
4 ((figurato)) rappo`rto ~m~, relazio`ne ~f~, conta`tto ~m~ διατηρεί ακόμη επαφές με τoυς συμμαθητές του == è ancora in contatto / ha ancora rapporti con i compagni di scuola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επαύριον επαφίεμαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βρίσκομαι σε επαφή = tenersi in contatto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---