Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπαυξάνομαι
ρήμα παθητικό 1 accre`scersi 2 ricre`scere επαυξάνω ρήμα μεταβατικό accre`scere, aumenta`re το φέρσιμό του επαύξησε την αντιπάθειά μου γι' αυτόν == il suo modo di comportarsi accrebbe la mia antipatia per lui permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |