Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›επαρχιακός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

επαρχιακός  
επίθετο

provincia`le, di provi`ncia επαρχιακή πόλη == città di provincia

permalink
‹ επαρχία
επαρχιώτης ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έπαρμα {επάρμ-ατο...
επαρμένος [επίθ.]
επαρμόζω [ρ. μτβ.]
έπαρση {-ης κ. -ά...
επαρχία {επαρχιών}
επαρχιακός [επίθ.]
επαρχιώτης {επαρχιωτώ...
επαρχιώτικος [επίθ.]
επαρχιωτισμός [ουσ αρσ ]
επαρχιώτισσα {επαρχιωτι...
έπαρχος {επάρχ-ου ...
έπαυλη {-ης κ. -α...
επαυξάνομαι (> αυξάνω)
επαυξάνω {επαύξη-σα...
επαύξηση [θηλ.ουσ]
επαύριο [επίρ.]
επαύριον [επίρ.]
επαφές [θηλ. ουσ πληθ.]
επαφή [θηλ.ουσ]
επαφίεμαι {επαφίε-μα...


{{ID:EPARCIAKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti