Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπάρκεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 sufficie`nza ~f~ υπάρχει επάρκεια τροφίμων == ci sono viveri a sufficienza 2 idoneità ~f~, abilità ~f~ επάρκεια πρoσόντων για την άσκηση επαγγέλματος == idoneità a svolgere una professione 3 abilitazio`ne ~f~ all'insegname`nto di una li`ngua stranie`ra permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη επάρκεια διδασκαλίας = abilitazione [θηλ.] all'insegnamento Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |