Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέντρομος
επίθετο che è in preda al terro`re, terrorizza`to, atterr`ito με κοίταξε έντρομος == mi guardò terrorizzato | o κόσμος όρμησε έντρομος στους δρόμους == la gente si riversò in strada terrorrizzata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |