Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ένδυμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

a`bito ~m~, vesti`to ~m~, capo ~m~ di abbigliamento επίσημο ένδύμα == abito da cerimonia | έτoιμα ενδύματα == abiti confezionati, confezioni

έντυμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ένδυμα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενδοχώρα ενδυμασία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---