Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεντύπωση
ουσιαστικό θηλυκό impressio`ne ~f~ θετική εντύπωση == impressione positiva | αρνητική εντύπωση == impressione negativa | κάνω καλή εντύπωση == fare una buona impressione, una bella figura | ποιες είναι οι εντυπώσεις σου; == quali sono le tue impressioni? | οι δηλώσεις του έκαναν μεγάλη εντύπωση == le sue dichiarazioni hanno creato grande impressione / hanno fatto colpo | δε μου κάνει καθόλου εντύπωση αυτό που μού λες == ciò che mi dici non mi fa nessuna impressione | έχω την εντύπωση ότι == ho l'impressione che | δημιουργώ εντυπώσεις == creare una falsa impressione, creare un'impressione errata, sbagliata permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατι εντύπωση! = che impressione! Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |