Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εντυπωσιάζομαι
ρήμα παθητικό

rimane`re colpi`to

εντυπωσιάζω  
ρήμα μεταβατικό

impressiona`re, colpi`re, far colpo / sensazio`ne τα λόγια του μας εντυπωσίασαν == le sue parole ci impressionarono | με εντυπωσίασε η ομορφιά της == la sua bellezza mi ha impressionato / colpito | έλεγε ένα σωρό ψέματα για να εντυπωσιάσει τα κορίτσια == diceva un sacco di frottole per far colpo sulle ragazze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εντύπωση εντυπωσιακά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---