Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεντυπωσιακός
επίθετο sensaziona`le, impressiona`nte εντυπωσιακό θέαμα == spettacolo sensazionale | είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα ξέρει αυτός o άνθρωπoς == è impressionante quante cose sa quell'uomo εντυπωσιακότατος επίθετο superlativo di [εντυπωσιακός] εντυπωσιακότερος επίθετο comparativo di [εντυπωσιακός] εντυπωσιακώτερος επίθετο comparativo di [εντυπωσιακός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |