Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμποτίζομαι
ρήμα παθητικό 1 imbe`versi 2 informa`rsi 3 soffo`ndersi εμποτίζω ρήμα μεταβατικό 1 impregna`re, imbe`vere, inzuppa`re, intri`dere 2 ((figurato)) impregna`re, inculca`re από μικρό παιδί εμπότισαν με μίσος την ψυχή του == sin da piccolo gli hanno impregnato la mente d'odio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |