Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέμπορος
ουσιαστικό αρσενικό commercia`nte ~mf~, merca`nte ~mf~, negozia`nte ~mf~ έμπορος υφασμάτων == mercante di tessuti | οι έμποροι του λευκού θανάτου == i mercanti di morte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |