Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμποροράπτης  
ουσιαστικό αρσενικό

sarto ~m~ e merca`nte ~mf~ di tessu`ti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμποροπλοίαρχος εμποροράφτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---