Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπρηστής  
ουσιαστικό αρσενικό

incendia`rio ~m~

εμπρήστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εμπρηστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπρησμός εμπρηστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---